πρόχειλον

πρόχειλον
πρόχειλος
with prominent lips
masc/fem acc sg
πρόχειλος
with prominent lips
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπόλεπτος — ον, Α [λεπτός] αυτός που χαρακτηρίζεται από κάποια μορφή λεπτότητας, ο κάπως λεπτός («ἐπιμήκη, σιμόν, πρόχειλον, ὑπόλεπτον τὰ σκέλη», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”